- θυλακίτιδα
- Πυώδης φλεγμονή στο στόμιο του θυλάκου των τριχών, που οφείλεται είτε στα συνηθισμένα πυογόνα μικρόβια (σταφυλόκοκκοι, στρεπτόκοκκοι), είτε σε μύκητες (τριχόφυτο). Οι θ. στα γένεια και στο μουστάκι ονομάζονται συκώσεις· επίσης η ακμή αποτελεί μορφή θ. Σε οξεία μορφή μπορούν να προκαλέσουν αποτρίχωση, καταστρέφοντας τις τρίχες που έχουν ατροφήσει (φαλακρωτική θ. του τριχωτού δέρματος του κεφαλιού). Ο όρος θ. αναφέρεται επίσης στις περιπτώσεις φλεγμονής αρθρικού θυλάκου.
* * *ή ιατρ.1. φλεγμονή τού τριχοσμηγματικού θυλάκου2. κάθε φλεγμονή θυλακίου ή θυλάκου, ιδίως ορογόνου.[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου (πρβλ. αγγλ. folliculitis < λατ. folliculus «θυλάκιο» + -itis)].
Dictionary of Greek. 2013.